- αδαχώ
- ἀδαχῶ (-έω) (Α)ξύνω με τα νύχια μου, γρατσουνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *ὀδαχῶ < επίρρ. ὀδὰξ* (= δαγκώνοντας, με τα δόντια), με προληπτική αφομοίωση τού ο προς το αη δασύτητα (χ αντί κ) αναλογική (ρηματ. τύποι σε -ξω, -ξα μπορεί να ανάγονται σε ενεστώτες με θέμα που λήγει σε -χπρβλ. ἕξω-ἔχω, έτρεξα-τρέχω κ.λπ.). Η σημασιολογική διαφοροποίηση τού ἀδαχῶ (= ξύνω με τα νύχια, γρατσουνίζω) έναντι τού ὀδὰξ (= με τα δόντια, δαγκώνοντας) γεννάει ορισμένες αμφιβολίες για την ετυμολογική σύνδεση τών δύο λέξεων εκτός αν η σημασία τού ὀδὰξ (με τα δόντια) είναι υστερογενής, από παρετυμολογική επίδραση τού ὀδὼν (δόντι) και δάκνω (δαγκώνω) (βλ. ὀδὰξ)].
Dictionary of Greek. 2013.